συντομογραφία

συντομογραφία
Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα τελικά γράμματα (σελ. = σελίδα, βλ. = βλέπε), ή με συστολή αν παραλαφθούν ενδιάμεσα γράμματα ή συλλαβές (πρβλ. = παράβαλε). Συνήθως ο πληθυντικός δηλώνεται με διπλασιασμό του γράμματος που αποτελεί συντομογραφία (σ. = σελίδα, σσ. = σελίδες). Η χρήση των σ. είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Οι αρχαίοι χαράκτες επιγραφών και οι αντιγραφείς που αντιγράφανε κώδικες ή έγγραφα, χρησιμοποιούσαν συγκεκομμένους τύπους λέξεων· οι πρώτοι για να παρακάμψουν τις δυσκολίες που παρουσίαζε το χάραγμα γραμμάτων πάνω σε σκληρό υλικό, όπως τα μάρμαρα, τα μέταλλα και οι πολύτιμες πέτρες και οι δεύτεροι για να κερδίσουν χώρο, όταν η ύλη πάνω στην οποία έγραφαν ήταν εξαιρετικά σπάνια ή ακριβή, όπως ο πάπυρος και η περγαμηνή. Οι λέξεις «Ιησούς Χριστός» περιορίστηκαν στα γράμματα IC, XC (και IRS, XRS στα λατινικά). Τις συντομογραφίες αυτού του είδους τις υπαγόρευε μάλλον αίσθημα σεβασμού στο θεό και στο Χριστό, που τα ονόματα τους, κατά τις αντιλήψεις της εποχής, δεν έπρεπε να προφέρονται ή να γράφονται. Οι σ. ήταν πολύ συνηθισμένες στις επιτύμβιες επιγραφές (R.I.P = 1 requiescas in pacem, αναπαύου εν ειρήνη). Οι αυτοκράτορες του Βυζάντιου Θεοδόσιος και Ιουστινιανός απαγόρευσαν τις σ. γιατί γινόταν μεγάλη κατάχρηση τους στα δικαστικά κείμενα. Τα σημεία των μουσικών σ. είναι πολύ παλιά και χρησιμοποιούνται ακόμα (ιταλικά ρ = piano, αργό, pp = pianissimo, αργότατο). Στην εποχή μας άλλωστε, οι απαιτήσεις για τη γρήγορη ανταλλαγή πληροφοριών γενίκευσαν τη χρήση των σ. Σ. είναι και τα μαθηματικά και τα χημικά σύμβολα καθώς και τα εμπορικά σήματα. Ρωμαϊκή επιγραφή γραμμένη με συντομογραφικό σύστημα (Μουσείο Καπιτώλιου, Ρώμη).
* * *
η, Ν
(στις επικοινωνίες και, ιδιαίτερα, στον γραπτό λόγο) η διαδικασία και το αποτέλεσμα τής αναπαράστασης μιας λέξης ή ομάδας λέξεων με μια συντομότερη μορφή τής λέξης ή τής φράσης, βραχυγραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντομος + -γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Αδάμ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συντομογραφία — η βραχυγραφία, το να γραφεί μια λέξη με τα πρώτα γράμματά της: Στο τέλος του βιβλίου σημείωσε τις συντομογραφίες που χρησιμοποίησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντομογραφικός — ή, ό, Ν [συντομογραφία] βραχυγραφικός. επίρρ... συντομογραφικώς και συντομογραφικά Ν με συντομογραφία …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… …   Dictionary of Greek

  • Κομιντέρν — (Comintern, συντομογραφία του Communist International = Κομουνιστική Διεθνής). Την ονομασία αυτή έδιναν οι Ρώσοι αποκλειστικά στην Γ’ Διεθνή, που διαλύθηκε το 1943. Βλ. λ. Διεθνής. * * * η η Γ Διεθνής …   Dictionary of Greek

  • Κομινφόρμ — (Cominform, συντομογραφία του Communiste Information Bureau = Κομουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών). Διεθνής οργάνωση των κομουνιστικών κομμάτων, που αποσκοπούσε στην απόκτηση αμοιβαίας πείρας, στην οργάνωση ανταλλαγής πληροφοριών και στον συντονισμό …   Dictionary of Greek

  • ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • ΣIΑ — (I) Ν συντομογραφία τής λέξης συντροφία, που απαντά, συνήθως, σε τίτλους εταιριών («Ανδρεάδης και ΣΙΑ»). (II) η, Ν αρκτικόλεξο τής αμερικανικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < CIΑ, από τα αρχικά τών λ. Central Intelligence Αgency)] …   Dictionary of Greek

  • αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …   Dictionary of Greek

  • αι — (I) αἰ (Α) 1. σύνδεσμος υποθετικός τής δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί τού εἰ* 2. «αἴ γὰρ», αντί τού «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι!» 3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...» [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”